- μολυβδικός
- μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) [μόλυβδος]μολύβδινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολιβδικός — μολιβδικός, ή, όν (Α) βλ. μολυβδικός … Dictionary of Greek
χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] … Dictionary of Greek